κωλυσανεμας

κωλυσανεμας
    κωλυσανέμας
    κωλῡσ-ᾰνέμᾱς
    -ου adj. m унимающий ветры (эпитет «чудотворца» Эмпедокла) Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κωλυσανεμας" в других словарях:

  • κωλυσανέμας — και κωλυσάνεμος, ὁ (Α) αυτός που εμποδίζει τους ανέμους να πνέουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + ἄνεμος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • κωλυσανέμας — κωλυσανέμᾱς , κωλυσανέμας checking the winds masc acc pl κωλυσανέμᾱς , κωλυσανέμας checking the winds masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυσανέμαν — κωλυσανέμᾱν , κωλυσανέμας checking the winds masc acc sg (epic doric aeolic) κωλυσανέμας checking the winds masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»